σακατεύω — σακατεύω, σακάτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σακατεύω — σακάτεψα, σακατεύτηκα, σακατεμένος 1. κάνω κάποιον ανάπηρο: Γύρισε σακατεμένος από τον πόλεμο. 2. καταπονώ, βασανίζω: Τον σακάτεψε στο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακάτεμα — το, Ν [σακατεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία 2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
μισερώνω — [μισερός] καθιστώ κάποιον μισερό, ανάπηρο, σακατεύω, αλλ. μισερεύω … Dictionary of Greek
παραστολιάζω — [παράστολος] παραμορφώνω, ακρωτηριάζω, σακατεύω, κάνω κάποιον ή κάτι σημαδεμένο … Dictionary of Greek
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek
σιφλώ — άω, Α [σιφλός] 1. καθιστώ κάποιον σιφλό, τόν σακατεύω 2. (κατ επέκτ.) κάνω κάποιον δυστυχή … Dictionary of Greek
sacat — sacát, ă, adj. (înv.) vătămat; spetit (de muncă); bolnav, lovit; rănit; infirm. Trimis de blaurb, 16.11.2006. Sursa: DAR sacát adj. – Rănit, vătămat, damblagit. – var. mr. săcat. tc. (arab.) sakat (Şeineanu, II, 304), cf. ngr. σαϰάτης, alb … Dicționar Român